όμφη — ὄμφη, ἡ (Α) (μόνο στον πληθ.) ὄμφαι ονομασία νάρδου άριστης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. Πιθανολογείται, επίσης, η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀμφή (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
ὀμφῇ — ὀμφή voice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφή — voice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομφή — (I) ὀμφή, ἡ (Α) 1. φωνή θεού 2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.) 3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή 4. φωνή, ήχος («μύθων τ αὐδαθέντων δέξαιτ ὀμφάν», Ευρ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek
ὀμφῆι — ὀμφῇ , ὀμφή voice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαῖς — ὀμφή voice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφαί — ὀμφή voice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφᾶς — ὀμφή voice fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφᾷ — ὀμφή voice fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφῆς — ὀμφή voice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμφῇσι — ὀμφή voice fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)